ἰσχίου

ἰσχίου
ἴσχιον
hip-joint
neut gen sg
ἰσχίον
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άλεισον — Είδος ποτηριού που το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες σε συμπόσια και σπονδές. Κατασκευαζόταν συνήθως από χρυσό ή άλλο πολύτιμο μέταλλο. Ήταν σκαλιστό και διακοσμημένο με διάφορες ανάγλυφες παραστάσεις. Από τον Όμηρο περιγράφεται με δύο λαβές… …   Dictionary of Greek

  • ακρίσχιον — ἀκρίσχιον, το (Α) το άκρον τού ισχίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρος + ἰσχίον] …   Dictionary of Greek

  • ισχιαρθροκάκη — η ονομασία για τη φυματίωση τής άρθρωσης τού ισχίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχιο + αρθρο κάκη (< ἄρθρον «άρθρωση» + κάκη (< κακός), πρβλ. στομα κάκη, τραχηλο κάκη. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. coxotuberculose] …   Dictionary of Greek

  • κενεών — κενεών, ῶνος, ὁ (ΑΜ) κοιλότητα ή οπή («κενεὼν ἀρούρης», Ευστάθ.) αρχ. 1. το κοίλωμα μεταξύ τών πλευρών και τού ισχίου τών μεγάλων ζώων, οι λαγόνες 2. κενό διάστημα μέσα σε πλήθος («γενομένου διαστήματος ἦλθε κατά μέσον τον κενεῶνα», ΠΔ) 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • κοξαλγία — η ιατρ. φυματιώδης αρθρίτιδα τής άρθρωσης τού ισχίου, αλλ. ισχιαρθροκάκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β σύνθ. της, πρβλ. αγγλ. coxalgia < cox που αποδίδεται ως ισχι (< ισχίο) + algia (πρβλ. αλγία <… …   Dictionary of Greek

  • λαπάρα — η (AM λαπάρα) 1. το κοίλωμα που βρίσκεται μεταξύ τών πλευρών και τού ισχίου, οι λαγόνες 2. (κατ επέκτ.) η κοιλιακή χώρα αρχ. αλλάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαπαρά, ουσιαστικοποιημένος τ. τού λαπαρός, με αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • λόρδωση — Ανώμαλη κάμψη της σπονδυλικής στήλης, που προκαλεί μεταβολή της θέσης του κορμού. Κατά τη λ. οι γλουτοί προεξέχουν, οι ώμοι γέρνουν προς τα πίσω, ενώ η ραχιαία και η οσφυϊκή περιοχή σχηματίζουν μεγάλη καμπύλη. Η πάθηση αυτή είναι σπάνια. Συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • νήσσειος — α, ο [νήσσα] φρ. «νήσσειο βάδισμα» ιατρ. διαταραχή τού βαδίσματος που μοιάζει με βάδισμα τής πάπιας και το οποίο παρατηρείται σε πάσχοντες από αμφοτερόπλευρο συγγενές εξάρθρημα τού ισχίου, από προϊούσα μυοδυστροφία τής λεκάνης κ.ά. παθήσεις …   Dictionary of Greek

  • πρόσφυση — η /πρόσφυσις, ύσεως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ύσιος, Α [προσφύω] συνένωση, προσκόλληση νεοελλ. τεχνολ. 1. συγκόλληση ανομοιογενών σωμάτων κατά την επαφή τους 2. η ικανότητα ενός οχήματος να διατηρείται στην επιθυμητή πορεία πάνω στον δρόμο χωρίς να… …   Dictionary of Greek

  • στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”